- φαίκλα
- φαίκλα, ἡ, = Lat.A faecula, PHolm.16.2 (φακλαν Pap.); cf. φέκλη, σφέκλη.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαίκλα — ἡ, Α βλ. φέκλη … Dictionary of Greek
φαίκλαν — φαίκλᾱν , φαίκλα faecula fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαίκλην — φαίκλα faecula fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαίκλης — φαίκλα faecula fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαίκλῃ — φαίκλα faecula fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέκλη — ἡ, ΜΑ, και σφέκλη και φαίκλα Α το κατακάθι τού κρασιού και, κυρίως, η καμμένη τρύγα («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῑοι φέκλην καλοῡσι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faecula «τρύγα, μούστος»] … Dictionary of Greek